σάλαγξ

σάλαγξ
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ἀγαθὸς καὶ μεταλλικὸν σκεῡος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, -ακος «κόσκινο τών μεταλλουργών», με εκφραστικό έρρινο ένθημα -γ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σηλαγγεύς — ὁ, Α χρυσωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σηλαγγεύς < σᾰλαγξ «μεταλλικό σκεύος» (< σάλος*), ενώ το η τού τ. κατ επίδραση τού σῆραγξ «σανίδωμα που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (βλ. λ. σήραγγα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”